μεταρσιωτικός

μεταρσιωτικός
-ή, -ό [μεταρσιώνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”